- ὀνείων
- ὄνειοςof an assfem gen plὄνειοςof an assmasc/neut gen plὀνεῖονass-stableneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αθίκια — Κωμόπολη (υψόμ. 250 μ., 2.003 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στα νότια λοφώματα των Ονείων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρωνικού … Dictionary of Greek